Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρωτογένειος
πρωτογενέσια
πρωτογένημα
πρωτογενής
πρωτογεννάω
πρωτογέννητος
πρωτογεύστης
πρωτογλυφής
πρωτόγναφος
πρωτογονία
πρωτόγονον
πρωτόγονος
πρωτογύναικες
πρωτοδαής
πρωτόδαμνος
πρωτοδέκανος
πρωτοδεύτεροι
πρωτοδημότης
πρωτοδιάκονος
πρωτοεδρία
πρωτόζευκτος
View word page
πρωτόγονον
πρωτό-γονον, τό,= ἀείζωον, Ps.- Dsc. 4.88 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρωτόγονον
Headword (normalized):
πρωτόγονον
Headword (normalized/stripped):
πρωτογονον
IDX:
90951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90952
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρωτό-γονον</span>, <span class="gen greek">τό</span>,= <span class="foreign greek">ἀείζωον</span>, Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.88 </span>.</div><br><br>'}