Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρωτοβόλος
πρωτόγαλα
πρωτογαμία
πρωτόγαμος
πρωτογένεια
πρωτογένειος
πρωτογενέσια
πρωτογένημα
πρωτογενής
πρωτογεννάω
πρωτογέννητος
πρωτογεύστης
πρωτογλυφής
πρωτόγναφος
πρωτογονία
πρωτόγονον
πρωτόγονος
πρωτογύναικες
πρωτοδαής
πρωτόδαμνος
πρωτοδέκανος
View word page
πρωτογέννητος
πρωτο-γέννητος, ον,=
A). primo genitus, Gloss.


ShortDef

primo genitus

Debugging

Headword:
πρωτογέννητος
Headword (normalized):
πρωτογέννητος
Headword (normalized/stripped):
πρωτογεννητος
IDX:
90946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90947
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρωτο-γέννητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,= <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">primo genitus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}