Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρωτοβολία
πρωτοβόλος
πρωτόγαλα
πρωτογαμία
πρωτόγαμος
πρωτογένεια
πρωτογένειος
πρωτογενέσια
πρωτογένημα
πρωτογενής
πρωτογεννάω
πρωτογέννητος
πρωτογεύστης
πρωτογλυφής
πρωτόγναφος
πρωτογονία
πρωτόγονον
πρωτόγονος
πρωτογύναικες
πρωτοδαής
πρωτόδαμνος
View word page
πρωτογεννάω
πρωτο-γεννάω,=
A). πρωτοβολέω 3 , Al. Ez. 47.12 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρωτογεννάω
Headword (normalized):
πρωτογεννάω
Headword (normalized/stripped):
πρωτογενναω
IDX:
90945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90946
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρωτο-γεννάω</span>,= <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">πρωτοβολέω</span> <span class="bibl"> 3 </span> , Al. <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Ez.</span> 47.12 </span>.</div> </div><br><br>'}