Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρωτιστεύω
πρώτιστος
πρωτόαλος
πρωτοβαθρέω
πρωτόβαθρος
πρωτόβοιος
πρωτοβολέω
πρωτοβολία
πρωτοβόλος
πρωτόγαλα
πρωτογαμία
πρωτόγαμος
πρωτογένεια
πρωτογένειος
πρωτογενέσια
πρωτογένημα
πρωτογενής
πρωτογεννάω
πρωτογέννητος
πρωτογεύστης
πρωτογλυφής
View word page
πρωτογαμία
πρωτο-γᾰμία, , Jewish
A). preliminary marriagefestival, CIL 8.25045 (Carthage).


ShortDef

preliminary marriagefestival

Debugging

Headword:
πρωτογαμία
Headword (normalized):
πρωτογαμία
Headword (normalized/stripped):
πρωτογαμια
IDX:
90938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90939
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρωτο-γᾰμία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, Jewish <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">preliminary marriagefestival</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">CIL</span> 8.25045 </span> (Carthage).</div> </div><br><br>'}