Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Πρωτεσίλαος
Πρωτεύρυθμος
πρωτεύς
πρωτεύω
πρωτηρότης
πρωτιστεύω
πρώτιστος
πρωτόαλος
πρωτοβαθρέω
πρωτόβαθρος
πρωτόβοιος
πρωτοβολέω
πρωτοβολία
πρωτοβόλος
πρωτόγαλα
πρωτογαμία
πρωτόγαμος
πρωτογένεια
πρωτογένειος
πρωτογενέσια
πρωτογένημα
View word page
πρωτόβοιος
πρωτό-βοιος, α, ον,=
A). βούπρῳρος, δωδεκῄς Delph. 3(2).63 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρωτόβοιος
Headword (normalized):
πρωτόβοιος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοβοιος
IDX:
90933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90934
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρωτό-βοιος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>,= <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">βούπρῳρος, δωδεκῄς</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Delph.</span> 3(2).63 </span> .</div> </div><br><br>'}