Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρωτενσιτεύω
πρωτεξάδελφος
πρῳτερικὴ
Πρωτεσίλαος
Πρωτεύρυθμος
πρωτεύς
πρωτεύω
πρωτηρότης
πρωτιστεύω
πρώτιστος
πρωτόαλος
πρωτοβαθρέω
πρωτόβαθρος
πρωτόβοιος
πρωτοβολέω
πρωτοβολία
πρωτοβόλος
πρωτόγαλα
πρωτογαμία
πρωτόγαμος
πρωτογένεια
View word page
πρωτόαλος
πρωτό-ᾰλος, ον , (ἅλς)
A). = πρωτόπλοος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρωτόαλος
Headword (normalized):
πρωτόαλος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοαλος
IDX:
90930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90931
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρωτό-ᾰλος</span>, <span class="itype greek">ον</span> <span class="foreign greek">, (ἅλς)</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πρωτόπλοος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}