Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρωτάρχων
πρωταύλης
πρωταυράριος
πρωτέγγραφος
πρωτεῖον
πρώτειος
πρωτείρης
πρωτελληνοδίκης
πρωτενίαυτος
πρωτενσιτεύω
πρωτεξάδελφος
πρῳτερικὴ
Πρωτεσίλαος
Πρωτεύρυθμος
πρωτεύς
πρωτεύω
πρωτηρότης
πρωτιστεύω
πρώτιστος
πρωτόαλος
πρωτοβαθρέω
View word page
πρωτεξάδελφος
πρωτ-εξάδελφος [ᾰ],,= αὐτανέψιος, Thom.Mag. p.361 R.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρωτεξάδελφος
Headword (normalized):
πρωτεξάδελφος
Headword (normalized/stripped):
πρωτεξαδελφος
IDX:
90921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90922
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρωτ-εξάδελφος</span> [<span class="foreign greek">ᾰ],</span>,= <span class="foreign greek">αὐτανέψιος</span>, Thom.Mag.<span class="bibl"> p.361 </span> R.</div><br><br>'}