Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πρωτάρχης
πρωταρχοντεύω
πρώταρχος
πρωτάρχων
πρωταύλης
πρωταυράριος
πρωτέγγραφος
πρωτεῖον
πρώτειος
πρωτείρης
πρωτελληνοδίκης
πρωτενίαυτος
πρωτενσιτεύω
πρωτεξάδελφος
πρῳτερικὴ
Πρωτεσίλαος
Πρωτεύρυθμος
πρωτεύς
πρωτεύω
πρωτηρότης
πρωτιστεύω
View word page
πρωτελληνοδίκης
πρωτ-ελληνοδίκης
[
ῐ],
,
A).
chief
Ἑλληνοδίκης, π. Ὀλυμπίων
(at Ephesus)
IG
14.739
(Naples).
ShortDef
chief
Debugging
Headword:
πρωτελληνοδίκης
Headword (normalized):
πρωτελληνοδίκης
Headword (normalized/stripped):
πρωτελληνοδικης
IDX:
90918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90919
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρωτ-ελληνοδίκης</span> [<span class="foreign greek">ῐ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">chief</span> <span class="foreign greek">Ἑλληνοδίκης, π. Ὀλυμπίων</span> (at Ephesus) <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 14.739 </span> (Naples).</div> </div><br><br>'}