Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρῴρηθεν
πρῳρήσια
πρωρός
πρώσας
πρωτάγγελος
Πρωταγόρειος
πρωτάγριον
πρωταγωνιστέω
πρωταγωνιστής
πρωταίτιος
πρωταίχμεια
πρωτανακλίτης
πρωταπογράφομαι
πρωταρχέω
πρωτάρχης
πρωταρχοντεύω
πρώταρχος
πρωτάρχων
πρωταύλης
πρωταυράριος
πρωτέγγραφος
View word page
πρωταίχμεια
πρωτ-αίχμεια, τά,= πρωτόλεια, Lyc. 469 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρωταίχμεια
Headword (normalized):
πρωταίχμεια
Headword (normalized/stripped):
πρωταιχμεια
IDX:
90904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90905
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρωτ-αίχμεια</span>, <span class="gen greek">τά</span>,= <span class="foreign greek">πρωτόλεια</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 469 </span>.</div><br><br>'}