Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πρώκιος
πρωκτίζω
πρωκτοπεντετηρίς
πρωκτός
πρωκτοτηρέω
πρωλυθίαι
πρῷμος
πρών1
πρῶν2
πρώξ
πρῷος
πρῷρα
πρῳράζω
πρῴραθεν
πρῳρατεύω
πρῳράτης
πρῳρατικός
πρῳραχθής
πρῳρεύς
πρῴρηθεν
πρῳρήσια
View word page
πρῷος
πρῷος
,
A).
v.
πρώϊος
.
πρωπέρῠσι
, v.
προπέρυσι
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πρῷος
Headword (normalized):
πρῷος
Headword (normalized/stripped):
πρωος
IDX:
90885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90886
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρῷος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πρώϊος</span> . <span class="orth greek">πρωπέρῠσι</span>, v. <span class="ref greek">προπέρυσι</span> .</div> </div><br><br>'}