Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρωΐτερον
πρώκεα
πρώκιος
πρωκτίζω
πρωκτοπεντετηρίς
πρωκτός
πρωκτοτηρέω
πρωλυθίαι
πρῷμος
πρών1
πρῶν2
πρώξ
πρῷος
πρῷρα
πρῳράζω
πρῴραθεν
πρῳρατεύω
πρῳράτης
πρῳρατικός
πρῳραχθής
πρῳρεύς
View word page
πρῶν2
πρῶν,
A). v. πρώην .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρῶν2
Headword (normalized):
πρῶν
Headword (normalized/stripped):
πρων2
IDX:
90883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90884
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρῶν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πρώην</span> .</div> </div><br><br>'}