Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πρώϊος
πρωϊσπορέομαι
πρωΐσπορος
πρωΐτερον
πρώκεα
πρώκιος
πρωκτίζω
πρωκτοπεντετηρίς
πρωκτός
πρωκτοτηρέω
πρωλυθίαι
πρῷμος
πρών1
πρῶν2
πρώξ
πρῷος
πρῷρα
πρῳράζω
πρῴραθεν
πρῳρατεύω
πρῳράτης
View word page
πρωλυθίαι
πρωλυθίαι·
παρειμένοι, παραλελυμένοι
, and
πρωλύθιον·
ὁ ἐπιφερὴς καὶ ἐπὶ στόμα
,
Hsch.
ShortDef
[lexical cite]
Debugging
Headword:
πρωλυθίαι
Headword (normalized):
πρωλυθίαι
Headword (normalized/stripped):
πρωλυθιαι
IDX:
90880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90881
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρωλυθίαι·</span> <span class="foreign greek">παρειμένοι, παραλελυμένοι</span>, and <span class="orth greek">πρωλύθιον·</span> <span class="foreign greek">ὁ ἐπιφερὴς καὶ ἐπὶ στόμα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}