Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρωΐθεν
πρωϊκαρπέω
πρωϊκαρπία
πρωΐκαρπος
πρώϊμος
πρωϊνός
πρώϊος
πρωϊσπορέομαι
πρωΐσπορος
πρωΐτερον
πρώκεα
πρώκιος
πρωκτίζω
πρωκτοπεντετηρίς
πρωκτός
πρωκτοτηρέω
πρωλυθίαι
πρῷμος
πρών1
πρῶν2
πρώξ
View word page
πρώκεα
πρώκεα· δῶρα, Hsch. (leg. προίκια).


ShortDef

[lexical cite]

Debugging

Headword:
πρώκεα
Headword (normalized):
πρώκεα
Headword (normalized/stripped):
πρωκεα
IDX:
90874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90875
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρώκεα·</span> <span class="foreign greek">δῶρα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (leg. <span class="foreign greek">προίκια</span>).</div><br><br>'}