Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρύτανις
πρυτανῖτις
πρώ
πρώην
πρωθευρετής
πρωθήβης
πρώθηβος
πρωθύπνιον
πρωθύστερος
πρωΐ
πρωΐα
πρωϊανθής
πρωϊβλαστέω
πρωϊβλαστής
πρωϊβλαστία
πρωϊζός
πρωΐθεν
πρωϊκαρπέω
πρωϊκαρπία
πρωΐκαρπος
πρώϊμος
View word page
πρωΐα
πρωΐα,
A). v. πρώϊος .


ShortDef

early morning

Debugging

Headword:
πρωΐα
Headword (normalized):
πρωΐα
Headword (normalized/stripped):
πρωια
IDX:
90858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90859
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρωΐα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πρώϊος</span> .</div> </div><br><br>'}