Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρυτανεύω
πρυτανηΐη
πρυτανικός
πρύτανις
πρυτανῖτις
πρώ
πρώην
πρωθευρετής
πρωθήβης
πρώθηβος
πρωθύπνιον
πρωθύστερος
πρωΐ
πρωΐα
πρωϊανθής
πρωϊβλαστέω
πρωϊβλαστής
πρωϊβλαστία
πρωϊζός
πρωΐθεν
πρωϊκαρπέω
View word page
πρωθύπνιον
πρωθ-ύπνιον, τό,
A). v. πρωτοΰπνιον .


ShortDef

first sleep (not in dict.)

Debugging

Headword:
πρωθύπνιον
Headword (normalized):
πρωθύπνιον
Headword (normalized/stripped):
πρωθυπνιον
IDX:
90855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90856
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρωθ-ύπνιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πρωτοΰπνιον</span> .</div> </div><br><br>'}