Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προώνυμος
προώριος
πρόωρος
πρόωσις
προωσμός
προώστης
προωστικός
προωφελέω
πρόωφος
πρυλέες
πρυλεύσεις
πρύλις
πρύμνᾰ
πρύμναδε
πρυμναῖος
πρύμνηθεν
πρυμνήσιος
πρυμνήτης
πρυμνητικός
πρυμνόθεν
πρυμνόν
View word page
πρυλεύσεις
πρυλεύσεις·
ἐπὶ τῆς ἐκφορᾶς τῶν τελευτησάντων παρὰ τῷ ἱερεῖ
,
Hsch.
ShortDef
[lexical cite]
Debugging
Headword:
πρυλεύσεις
Headword (normalized):
πρυλεύσεις
Headword (normalized/stripped):
πρυλευσεις
IDX:
90824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90825
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρυλεύσεις·</span> <span class="foreign greek">ἐπὶ τῆς ἐκφορᾶς τῶν τελευτησάντων παρὰ τῷ ἱερεῖ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}