Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προωνέομαι
προωνύμιον
προώνυμος
προώριος
πρόωρος
πρόωσις
προωσμός
προώστης
προωστικός
προωφελέω
πρόωφος
πρυλέες
πρυλεύσεις
πρύλις
πρύμνᾰ
πρύμναδε
πρυμναῖος
πρύμνηθεν
πρυμνήσιος
πρυμνήτης
πρυμνητικός
View word page
πρόωφος
πρόωφος· πρόσκοπος, Hsch. προωχὴς ἵππος· ὁ ἐκ τῶν ὄπισθεν μετέωρος καὶ τῷ ἀναστήματι καὶ τῇ ἱππασίᾳ, Id. πρύανος· νέος, Id.


ShortDef

[lexical cite]

Debugging

Headword:
πρόωφος
Headword (normalized):
πρόωφος
Headword (normalized/stripped):
προωφος
IDX:
90822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90823
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρόωφος·</span> <span class="foreign greek">πρόσκοπος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">προωχὴς</span> <span class="foreign greek">ἵππος· ὁ ἐκ τῶν ὄπισθεν μετέωρος καὶ τῷ ἀναστήματι καὶ τῇ ἱππασίᾳ</span>, Id. <span class="orth greek">πρύανος·</span> <span class="foreign greek">νέος</span>, Id.</div><br><br>'}