Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προψυχρίζω
προψύχω
προῳδικός
προωδίνω
προῳδός
προώδων
προωθέω
προώλης
προωμοσία
προωνέομαι
προωνύμιον
προώνυμος
προώριος
πρόωρος
πρόωσις
προωσμός
προώστης
προωστικός
προωφελέω
πρόωφος
πρυλέες
View word page
προωνύμιον
προωνύμιον [ῠ],(ὄνομα) = Lat.
A). praenomen, Gloss.


ShortDef

praenomen

Debugging

Headword:
προωνύμιον
Headword (normalized):
προωνύμιον
Headword (normalized/stripped):
προωνυμιον
IDX:
90813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90814
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προωνύμιον</span> [<span class="foreign greek">ῠ],</span>(<span class="etym greek">ὄνομα</span>) = Lat. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">praenomen,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}