Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προχώρησις
προχωρητέον
προχωρητικός
πρόχωσις
προψαλάσσω
πρόψαλμα
προψηλαφάω
προψηλάφημα
προψηνίζω
προψηφίζομαι
προψυχρίζω
προψύχω
προῳδικός
προωδίνω
προῳδός
προώδων
προωθέω
προώλης
προωμοσία
προωνέομαι
προωνύμιον
View word page
προψυχρίζω
προψυχρίζω, = sq., of wine, Gal. 6.813 ( Pass.).


ShortDef

cool (wine) before

Debugging

Headword:
προψυχρίζω
Headword (normalized):
προψυχρίζω
Headword (normalized/stripped):
προψυχριζω
IDX:
90803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90804
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προψυχρίζω</span>, = sq., of wine, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 6.813 </span> ( Pass.).</div><br><br>'}