Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προχῶναι
προχωνεύω
προχωννύω
προχωρέω
προχώρημα
προχώρησις
προχωρητέον
προχωρητικός
πρόχωσις
προψαλάσσω
πρόψαλμα
προψηλαφάω
προψηλάφημα
προψηνίζω
προψηφίζομαι
προψυχρίζω
προψύχω
προῳδικός
προωδίνω
προῳδός
προώδων
View word page
πρόψαλμα
πρόψαλμα
,
ατος
,
τό
, sine interpr.,
Gloss.
ShortDef
[lexical cite]
Debugging
Headword:
πρόψαλμα
Headword (normalized):
πρόψαλμα
Headword (normalized/stripped):
προψαλμα
IDX:
90798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90799
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρόψαλμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, sine interpr., <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}