Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πρόχυσις
προχύται
προχυταῖος
προχυτήριον
προχύτης
προχυτικός
προχυτός
πρόχωλος
πρόχωμα
προχῶναι
προχωνεύω
προχωννύω
προχωρέω
προχώρημα
προχώρησις
προχωρητέον
προχωρητικός
πρόχωσις
προψαλάσσω
πρόψαλμα
προψηλαφάω
View word page
προχωνεύω
προχωνεύω
,
A).
smelt before,
PLeid.X.
19
( Pass.),
30
.
ShortDef
smelt before
Debugging
Headword:
προχωνεύω
Headword (normalized):
προχωνεύω
Headword (normalized/stripped):
προχωνευω
IDX:
90789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90790
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προχωνεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">smelt before,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PLeid.X.</span> 19 </span> ( Pass.),<span class="bibl"> 30 </span>.</div> </div><br><br>'}