Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρόχρησις
προχριστέον
προχρίω
προχρονέω
πρόχρονος
προχυλόω
πρόχυμα
πρόχυσις
προχύται
προχυταῖος
προχυτήριον
προχύτης
προχυτικός
προχυτός
πρόχωλος
πρόχωμα
προχῶναι
προχωνεύω
προχωννύω
προχωρέω
προχώρημα
View word page
προχυτήριον
προ-χῠτήριον, τό, =
A). fusorium, Gloss.


ShortDef

fusorium

Debugging

Headword:
προχυτήριον
Headword (normalized):
προχυτήριον
Headword (normalized/stripped):
προχυτηριον
IDX:
90782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90783
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προ-χῠτήριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fusorium,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}