πρό-χῠσις,
εως,
ἡ,
A). pouring out,
οὐλὰς κριθέων πρόχυσιν ἐποιέετο,=
προέχεε,
Hdt. 1.160 .
II). π. τῆς γῆς deposition of mud by water, alluvial soil,
Id. 2.5 ;
π. ἐξ Αἰθιοπίης κατενηνειγμένην ὑπὸ τοῦ ποταμοῦ ib.
12 , cf.
A.R. 2.964 ;
Ἀσσυρίης π. χθονός D.P. 772 ;
π. ἰλυόεσσα Opp. H. 1.116 .
2). of sweat,
ἡ δῑ ὅλου τοῦ σώματος ἐν ἱδρῶτι π.
Ph. 1.29 .
III). metaph.,
pouring forth,
τῶν παθῶν Longin. 9.13 , cf.
Dam. Pr. 84 .