προχρηματίζω
προ-χρημᾰτίζω,
A). transact business before, ἄλλο δὲ π. τούτων μηδέν IG 12.57.55 .
II). to be formerly styled so-and-so, -ισάσης ἀπὸ κώμης Τεπτύνεως PTeb. 333.3 (iii A.D.), cf. BGU 614.3 (iii A.D.).
III). of a name, to be mentioned at the beginning, προχρηματίζειν τὸ τοῦ Διὸς Παναμάρου ὄνομα Supp.Epigr. 4.263.17 (Panamara, i A.D.).