Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προχειρότης
προχειροτονέω
προχειροτονία
προχειρουργέω
προχειροφόρος
πρόχευμα
προχεύω
προχέω
προχθές
προχθεσινός
προχία
προχλιαίνω
πρόχλωρος
πρόχνῠ
προχοή1
προχόη2
προχοΐδιον
προχοΐς
πρόχοος
προχορεύω
προχορηγέω
View word page
προχία
προχία
,
ἡ
, ἀπὸ προχίας
(for
προνοίας
),=
A).
ex praecelato
, dub. in
Gloss.
ShortDef
[lexical cite]
Debugging
Headword:
προχία
Headword (normalized):
προχία
Headword (normalized/stripped):
προχια
IDX:
90757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90758
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προχία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span> <span class="foreign greek">, ἀπὸ προχίας</span> (for <span class="foreign greek">προνοίας</span>),= <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">ex praecelato</span>, dub. in <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}