Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προχειρογράφος
πρόχειρον
προχειρόομαι
πρόχειρος
προχειρότης
προχειροτονέω
προχειροτονία
προχειρουργέω
προχειροφόρος
πρόχευμα
προχεύω
προχέω
προχθές
προχθεσινός
προχία
προχλιαίνω
πρόχλωρος
πρόχνῠ
προχοή1
προχόη2
προχοΐδιον
View word page
προχεύω
προ-χεύω, poet.,= sq.,
A). οἶδμα D.P. 52 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προχεύω
Headword (normalized):
προχεύω
Headword (normalized/stripped):
προχευω
IDX:
90753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90754
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προ-χεύω</span>, poet.,= sq., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">οἶδμα</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0084.tlg001:52" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0084.tlg001:52/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.P.</span> 52 </a> .</div> </div><br><br>'}