Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προχειρισμός
προχειριστέον
προχειρογράφος
πρόχειρον
προχειρόομαι
πρόχειρος
προχειρότης
προχειροτονέω
προχειροτονία
προχειρουργέω
προχειροφόρος
πρόχευμα
προχεύω
προχέω
προχθές
προχθεσινός
προχία
προχλιαίνω
πρόχλωρος
πρόχνῠ
προχοή1
View word page
προχειροφόρος
προχειροφόρος, ,=
A). amanuensis, Gloss.


ShortDef

amanuensis

Debugging

Headword:
προχειροφόρος
Headword (normalized):
προχειροφόρος
Headword (normalized/stripped):
προχειροφορος
IDX:
90751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90752
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προχειροφόρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,= <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">amanuensis,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}