Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προχειλίδιον
πρόχειλος
προχειμάζω
προχείμασις
προχειράριος
προχειρίζω
προχείριον
προχείρισις
προχειρισμός
προχειριστέον
προχειρογράφος
πρόχειρον
προχειρόομαι
πρόχειρος
προχειρότης
προχειροτονέω
προχειροτονία
προχειρουργέω
προχειροφόρος
πρόχευμα
προχεύω
View word page
προχειρογράφος
προχειρ-ογράφος [ᾰ],, perh.
A). = προχειράριος , PTeb. 112.116 (ii B.C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προχειρογράφος
Headword (normalized):
προχειρογράφος
Headword (normalized/stripped):
προχειρογραφος
IDX:
90743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90744
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προχειρ-ογράφος</span> [<span class="foreign greek">ᾰ],</span>, perh. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">προχειράριος</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PTeb.</span> 112.116 </span> (ii B.C.).</div> </div><br><br>'}