Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προχαράσσω
προχαρής
Προχαρισία
προχαριστήρια
προχειλίδιον
πρόχειλος
προχειμάζω
προχείμασις
προχειράριος
προχειρίζω
προχείριον
προχείρισις
προχειρισμός
προχειριστέον
προχειρογράφος
πρόχειρον
προχειρόομαι
πρόχειρος
προχειρότης
προχειροτονέω
προχειροτονία
View word page
προχείριον
προχείρ-ιον
,
τό
,
A).
hand-bag
or
-box, hold-all,
PTeb.
413.10
(ii/iii A.D.): pl.,
POxy.
741.14
(ii A.D.).
ShortDef
hand-bag
Debugging
Headword:
προχείριον
Headword (normalized):
προχείριον
Headword (normalized/stripped):
προχειριον
IDX:
90739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90740
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προχείρ-ιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hand-bag</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">-box, hold-all,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PTeb.</span> 413.10 </span> (ii/iii A.D.): pl., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 741.14 </span> (ii A.D.).</div> </div><br><br>'}