Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προχάνη
προχάραγμα
προχαράσσω
προχαρής
Προχαρισία
προχαριστήρια
προχειλίδιον
πρόχειλος
προχειμάζω
προχείμασις
προχειράριος
προχειρίζω
προχείριον
προχείρισις
προχειρισμός
προχειριστέον
προχειρογράφος
πρόχειρον
προχειρόομαι
πρόχειρος
προχειρότης
View word page
προχειράριος
προχειρ-άριος, , =
A). amanuensis, Gloss.


ShortDef

amanuensis

Debugging

Headword:
προχειράριος
Headword (normalized):
προχειράριος
Headword (normalized/stripped):
προχειραριος
IDX:
90737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90738
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προχειρ-άριος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">amanuensis,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}