Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προχαλκεύω
προχάνη
προχάραγμα
προχαράσσω
προχαρής
Προχαρισία
προχαριστήρια
προχειλίδιον
πρόχειλος
προχειμάζω
προχείμασις
προχειράριος
προχειρίζω
προχείριον
προχείρισις
προχειρισμός
προχειριστέον
προχειρογράφος
πρόχειρον
προχειρόομαι
πρόχειρος
View word page
προχείμασις
προχείμ-ᾰσις
,
εως
,
ἡ
,
A).
premature stormy weather
, Veget.
4.40
(s.v.l.).
ShortDef
premature stormy weather
Debugging
Headword:
προχείμασις
Headword (normalized):
προχείμασις
Headword (normalized/stripped):
προχειμασις
IDX:
90736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90737
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προχείμ-ᾰσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">premature stormy weather</span>, Veget.<span class="bibl"> 4.40 </span> (s.v.l.).</div> </div><br><br>'}