Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προχαίνω
προχαίρω
προχαλάω
προχαλκεύω
προχάνη
προχάραγμα
προχαράσσω
προχαρής
Προχαρισία
προχαριστήρια
προχειλίδιον
πρόχειλος
προχειμάζω
προχείμασις
προχειράριος
προχειρίζω
προχείριον
προχείρισις
προχειρισμός
προχειριστέον
προχειρογράφος
View word page
προχειλίδιον
προχειλίδιον, τό,
A). projecting part of the lip, Poll. 2.90 (pl.).


ShortDef

projecting part of the lip

Debugging

Headword:
προχειλίδιον
Headword (normalized):
προχειλίδιον
Headword (normalized/stripped):
προχειλιδιον
IDX:
90733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90734
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προχειλίδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">projecting part of the lip</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:2:90" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:2.90/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 2.90 </a> (pl.).</div> </div><br><br>'}