Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προφυάς
προφύλαγμα
προφυλακή
προφυλακὶς
προφυλακτέον
προφυλακτέος
προφυλακτήριον
προφυλακτικός
πρόφυλαξ
προφυλάσσω
πρόφυξ
προφύομαι
προφύραμα
προφυράω
προφυρητός
προφύσιον
πρόφυσις
προφυτεύω
προφώγνυμι
προφωνέω
προχάζω
View word page
πρόφυξ
πρόφυξ, ῠγος, ,
A). fugitive, Hdn.Gr. 2.744 .


ShortDef

fugitive

Debugging

Headword:
πρόφυξ
Headword (normalized):
πρόφυξ
Headword (normalized/stripped):
προφυξ
IDX:
90712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90713
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρόφυξ</span>, <span class="itype greek">ῠγος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fugitive</span>, Hdn.Gr.<span class="bibl"> 2.744 </span>.</div> </div><br><br>'}