Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πρόφρακτος
πρόφρασσα
προφροντίζω
προφρύγω
πρόφρων
προφυάς
προφύλαγμα
προφυλακή
προφυλακὶς
προφυλακτέον
προφυλακτέος
προφυλακτήριον
προφυλακτικός
πρόφυλαξ
προφυλάσσω
πρόφυξ
προφύομαι
προφύραμα
προφυράω
προφυρητός
προφύσιον
View word page
προφυλακτέος
προφυλ-ακτέος
,
α
,
ον
,
A).
to be guarded against
, Vett. Val.
292.4
.
ShortDef
to be guarded against
Debugging
Headword:
προφυλακτέος
Headword (normalized):
προφυλακτέος
Headword (normalized/stripped):
προφυλακτεος
IDX:
90707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90708
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προφυλ-ακτέος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be guarded against</span>, Vett. Val.<span class="bibl"> 292.4 </span>.</div> </div><br><br>'}