Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προφορικός
πρόφορος
πρόφραγμα
προφράζω
πρόφρακτος
πρόφρασσα
προφροντίζω
προφρύγω
πρόφρων
προφυάς
προφύλαγμα
προφυλακή
προφυλακὶς
προφυλακτέον
προφυλακτέος
προφυλακτήριον
προφυλακτικός
πρόφυλαξ
προφυλάσσω
πρόφυξ
προφύομαι
View word page
προφύλαγμα
προφύλ-αγμα [ῠ],,
A). outpost, Hsch. s.v. φρούριον .


ShortDef

outpost

Debugging

Headword:
προφύλαγμα
Headword (normalized):
προφύλαγμα
Headword (normalized/stripped):
προφυλαγμα
IDX:
90703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90704
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προφύλ-αγμα</span> [<span class="foreign greek">ῠ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">outpost</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">φρούριον</span> .</div> </div><br><br>'}