προφητικός
προφητ-ικός, ή, όν,
A). oracular, prophetic, ἀνήρ ; 1.515 λόγος ib. 95 , 2 Ep.Pet. 1.19 ; νοῦς Fr. 66H. ( Sup.), cf. Alex. 60 .
2). εἰκὼν χαλκῆ π. in the official robes of a προφήτης, Rev.Phil. 44.38 (Didyma); so ἠμφιεσμένος π. σχήματι, στολίσας σεαυτὸν π. σχήματι, PMag.Par. 1.933 , PMag.Berol. 1.278 .