Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προφασίζομαι
πρόφασις
προφασιστέον
προφασιστικός
προφάσκω
προφατεύω
πρόφατος
προφάω
προφερής
προφέριστος
προφέρτερος
προφέρω
προφεύγω
πρόφημι
προφημίζω
προφητάζω
προφητεία
προφήτευμα
προφητεύω
προφήτης
προφητίζω
View word page
προφέρτερος
προφέρ-τερος, προφέρ-τατος,
A). v. προφερής 1 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προφέρτερος
Headword (normalized):
προφέρτερος
Headword (normalized/stripped):
προφερτερος
IDX:
90663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90664
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προφέρ-τερος</span>, <span class="orth greek">προφέρ-τατος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προφερής</span> <span class="bibl"> 1 </span>.</div> </div><br><br>'}