Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προφάνεια
προφανής
προφαντασιόομαι
πρόφαντις
πρόφαντος
προφασίζομαι
πρόφασις
προφασιστέον
προφασιστικός
προφάσκω
προφατεύω
πρόφατος
προφάω
προφερής
προφέριστος
προφέρτερος
προφέρω
προφεύγω
πρόφημι
προφημίζω
προφητάζω
View word page
προφατεύω
προφᾱτεύω
,
προφάτας
, Dor. for
προφητ-
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προφατεύω
Headword (normalized):
προφατεύω
Headword (normalized/stripped):
προφατευω
IDX:
90658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90659
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προφᾱτεύω</span>, <span class="orth greek">προφάτας</span>, Dor. for <span class="foreign greek">προφητ-</span>.</div><br><br>'}