προϋφίσταμαι
προϋφίσταμαι, fut.
A). -ϋποστήσομαι Synt. 14.12 :— presuppose, Sign. 16 : but usu. in aor. 2 and pf. Act., exist before, Wi. 19.7 , , etc.; 2.636d προϋφεστῶσα γνῶσις Pron. 7.2 ; τὰ προϋφεστῶτα antecedents, Thphr. p.43B. ; π. ἔν τινι Pr. 23 ; ἀριθμὸν -στάντα ἐν τῇ τοῦ θεοῦ διανοίᾳ Ar. 1.6 : c. gen., πέφυκε τὸ δυνατὸν -εστάναι τοῦ ἐνδεχομένου f; 2.57o τὸ ὁλόκληρον π. παντὸς πεπονθότος Synt. 142.25 .