Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προϋποφαίνω
προϋποφεύγω
προϋποχέω
προϋποχρίω
προϋπτιάζω
προῦπτος
προὔργου
προυρός
προυσελέω
προυσέληνος
προυστέλλιον
προϋφαιρέω
προϋφαρπάζω
προυφῆτις
προϋφίσταμαι
προφαγεῖν
προφαίνω
προφάνεια
προφανής
προφαντασιόομαι
πρόφαντις
View word page
προυστέλλιον
προυστέλλιον, = Lat.
A). armo, dub. in Gloss.


ShortDef

[lexical cite]

Debugging

Headword:
προυστέλλιον
Headword (normalized):
προυστέλλιον
Headword (normalized/stripped):
προυστελλιον
IDX:
90641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90642
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προυστέλλιον</span>, = Lat. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">armo</span>, dub. in <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}