Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προϋποτυπόομαι
προϋποφαίνω
προϋποφεύγω
προϋποχέω
προϋποχρίω
προϋπτιάζω
προῦπτος
προὔργου
προυρός
προυσελέω
προυσέληνος
προυστέλλιον
προϋφαιρέω
προϋφαρπάζω
προυφῆτις
προϋφίσταμαι
προφαγεῖν
προφαίνω
προφάνεια
προφανής
προφαντασιόομαι
View word page
προυσέληνος
προυσέληνος,
A). v. προσέληνος .


ShortDef

older than the moon, before the new moon

Debugging

Headword:
προυσέληνος
Headword (normalized):
προυσέληνος
Headword (normalized/stripped):
προυσεληνος
IDX:
90640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90641
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προυσέληνος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προσέληνος</span> .</div> </div><br><br>'}