Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνισοβαρής
ἀνισογώνιος
ἀνισοδιάστατος
ἀνισόδρομος
ἀνισοδύναμος
ἀνισοειδής
ἀνισοκρατέω
ἀνισολαμπής
ἀνισόμετρος
ἀνισομήκης
ἄνισον
ἀνισοπαχέω
ἀνισοπαχής
ἀνισοπλατής
ἀνισόπλευρος
ἀνισοπληθής
ἀνισόρροπος
ἄνισος
ἀνισοσθενής
ἀνισοσκελής
ἀνισόστροφος
View word page
ἄνισον
ἄνῑσον, τό,
A). v. ἄννησον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄνισον
Headword (normalized):
ἄνισον
Headword (normalized/stripped):
ανισον
IDX:
9063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9064
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄνῑσον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἄννησον.</span> </div> </div><br><br>'}