Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προϋποτέμνω
προϋποτίθημι
προϋποτοπέω
προϋποτρέφω
προϋποτυπόομαι
προϋποφαίνω
προϋποφεύγω
προϋποχέω
προϋποχρίω
προϋπτιάζω
προῦπτος
προὔργου
προυρός
προυσελέω
προυσέληνος
προυστέλλιον
προϋφαιρέω
προϋφαρπάζω
προυφῆτις
προϋφίσταμαι
προφαγεῖν
View word page
προῦπτος
προῦπτος, ον, contr. for πρόοπτος.


ShortDef

foreseen

Debugging

Headword:
προῦπτος
Headword (normalized):
προῦπτος
Headword (normalized/stripped):
προυπτος
IDX:
90636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90637
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προῦπτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, contr. for <span class="foreign greek">πρόοπτος</span>.</div><br><br>'}