Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προϋποστρώννυμι
προϋποστυφή
προϋπόσχεσις
προϋποτάσσω
προϋποτέμνω
προϋποτίθημι
προϋποτοπέω
προϋποτρέφω
προϋποτυπόομαι
προϋποφαίνω
προϋποφεύγω
προϋποχέω
προϋποχρίω
προϋπτιάζω
προῦπτος
προὔργου
προυρός
προυσελέω
προυσέληνος
προυστέλλιον
προϋφαιρέω
View word page
προϋποφεύγω
προϋπο-φεύγω,
A). escape secretly before, Suid. s.v. διώκειν.


ShortDef

escape secretly before

Debugging

Headword:
προϋποφεύγω
Headword (normalized):
προϋποφεύγω
Headword (normalized/stripped):
προυποφευγω
IDX:
90632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90633
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προϋπο-φεύγω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">escape secretly before</span>, Suid. s.v. <span class="ref greek">διώκειν.</span> </div> </div><br><br>'}