Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προϋποβάλλω
προϋποβρέχω
προϋπογραφή
προϋπογράφω
προϋποδείκνυμι
προϋποθετέον
προϋποκατασκευή
προϋπόκειμαι
προϋπολαμβάνω
προϋπομνηματίζομαι
προϋποπάσσω
προϋποπτεύω
προϋπορρίπτω
προϋποσπείρω
προϋπόστασις
προϋποστέλλομαι
προϋποστικτέον
προϋποστρώννυμι
προϋποστυφή
προϋπόσχεσις
προϋποτάσσω
View word page
προϋποπάσσω
προϋπο-πάσσω
,
A).
strew under before
,
κόπρον
Gp.
12.14.1
.
ShortDef
strew under before
Debugging
Headword:
προϋποπάσσω
Headword (normalized):
προϋποπάσσω
Headword (normalized/stripped):
προυποπασσω
IDX:
90615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90616
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προϋπο-πάσσω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">strew under before</span>, <span class="quote greek">κόπρον</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Gp.</span> 12.14.1 </span> .</div> </div><br><br>'}