προϋπογράφω
προϋπο-γράφω [ᾰ],
A). sketch out, indicate before, ὅτι .. , cf. 39 ; 6.7.7 π. ἑαυτῷ καὶ προελπίζειν in Epict. p.50D. :— Med., σχῆμα πόλεως Luc. 31 .
II). subscribe, sign first, συνθήμασι Mag. 2.10 .