Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προϋπεξορμάω
προϋπεργάζομαι
προϋπεργασία
προϋπερείδομαι
προϋπεροχή
προϋπέρχομαι
προϋπεύθυνος
προϋπηρετέω
προϋπισχνέομαι
προϋποβάλλω
προϋποβρέχω
προϋπογραφή
προϋπογράφω
προϋποδείκνυμι
προϋποθετέον
προϋποκατασκευή
προϋπόκειμαι
προϋπολαμβάνω
προϋπομνηματίζομαι
προϋποπάσσω
προϋποπτεύω
View word page
προϋποβρέχω
προϋπο-βρέχω,
A). moisten beforehand, Hippiatr. 58 ( Pass.).


ShortDef

moisten beforehand

Debugging

Headword:
προϋποβρέχω
Headword (normalized):
προϋποβρέχω
Headword (normalized/stripped):
προυποβρεχω
IDX:
90606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90607
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προϋπο-βρέχω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">moisten beforehand,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0738.tlg001:58" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0738.tlg001:58/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hippiatr.</span> 58 </a> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}