Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προΰπειμι
προϋπεκλύω
προϋπεξέρχομαι
προϋπεξορμάω
προϋπεργάζομαι
προϋπεργασία
προϋπερείδομαι
προϋπεροχή
προϋπέρχομαι
προϋπεύθυνος
προϋπηρετέω
προϋπισχνέομαι
προϋποβάλλω
προϋποβρέχω
προϋπογραφή
προϋπογράφω
προϋποδείκνυμι
προϋποθετέον
προϋποκατασκευή
προϋπόκειμαι
προϋπολαμβάνω
View word page
προϋπηρετέω
προϋπ-ηρετέω,
A). serve previously, Gal. 14.74 .


ShortDef

serve previously

Debugging

Headword:
προϋπηρετέω
Headword (normalized):
προϋπηρετέω
Headword (normalized/stripped):
προυπηρετεω
IDX:
90603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90604
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προϋπ-ηρετέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">serve previously</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 14.74 </span>.</div> </div><br><br>'}