Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προϋπαρχή
προϋπάρχω
προΰπειμι
προϋπεκλύω
προϋπεξέρχομαι
προϋπεξορμάω
προϋπεργάζομαι
προϋπεργασία
προϋπερείδομαι
προϋπεροχή
προϋπέρχομαι
προϋπεύθυνος
προϋπηρετέω
προϋπισχνέομαι
προϋποβάλλω
προϋποβρέχω
προϋπογραφή
προϋπογράφω
προϋποδείκνυμι
προϋποθετέον
προϋποκατασκευή
View word page
προϋπέρχομαι
προϋπ-έρχομαι,
A). to be moved first, of the bowels, Gal. 18(2).271 .


ShortDef

to be moved first

Debugging

Headword:
προϋπέρχομαι
Headword (normalized):
προϋπέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
προυπερχομαι
IDX:
90601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90602
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προϋπ-έρχομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be moved first</span>, of the bowels, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(2).271 </span>.</div> </div><br><br>'}