Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προϋπαντιάζω
προϋπαρχή
προϋπάρχω
προΰπειμι
προϋπεκλύω
προϋπεξέρχομαι
προϋπεξορμάω
προϋπεργάζομαι
προϋπεργασία
προϋπερείδομαι
προϋπεροχή
προϋπέρχομαι
προϋπεύθυνος
προϋπηρετέω
προϋπισχνέομαι
προϋποβάλλω
προϋποβρέχω
προϋπογραφή
προϋπογράφω
προϋποδείκνυμι
προϋποθετέον
View word page
προϋπεροχή
προϋπεροχή, ,
A). protuberance above the eye, Aët. 13.35 (pl.).


ShortDef

protuberance above

Debugging

Headword:
προϋπεροχή
Headword (normalized):
προϋπεροχή
Headword (normalized/stripped):
προυπεροχη
IDX:
90600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90601
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προϋπεροχή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">protuberance above</span> the eye, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg013:35" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg013:35/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aët.</span> 13.35 </a> (pl.).</div> </div><br><br>'}